Η περιπέτεια από την έλευση της πανδημίας του κορωνοϊού στην Ελλάδα έχει δώσει την δυνατότητα σε απλούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας να αναδειχθούν σε ήρωες. Πρωτοπαλίκαρα που δίνουν το παρών στην πρώτη γραμμή της μάχης ενάντια στην υγειονομική κρίση. Ένας από αυτούς είναι και ο τεχνικός της Δόξας Βύρωνος, ομάδα η οποία είναι νεοφώτιστη στον 3ο όμιλο της ΕΠΣ Αθηνών.
Ο Γιάννης Κουσάνας αφήνει σε δεύτερη μοίρα την προπονητική, την οποία χαρακτηρίζει ως «ψυχοθεραπεία» σε αυτές τις δύσκολες ώρες, και μοιράζεται στην «Ώρα των Σπορ» την εμπειρία από την παρουσία του ως διασώστης του ΕΚΑΒ.
«Είναι μία πρωτόγνωρη κατάσταση και για εμάς τους διασώστες, και για τους νοσηλευτές η μάχη με την πανδημία και αυτό την κάνει ακόμη πιο δύσκολη. Ειδικά εμείς, στο ΕΚΑΒ, είμαστε οι πρώτοι που πηγαίνουμε στον ασθενή. Σε ορισμένες περιπτώσεις πάμε στα… τυφλά. Παίρνουμε έναν άνθρωπο εμπύρετο, που όμως δεν ξέρουμε αν έχει Covid-19. Μπορεί να μην το ξέρει ούτε ο ίδιος. Στο πρώτο κύμα, ο κόσμος ήταν πιο επιφυλακτικός. Πολλές φορές, ίσως κι από φόβο, δεν έλεγε ακριβώς τι μπορεί να είχε. Έτσι δεν παίρναμε κι εμείς τα κατάλληλα μέτρα. Τώρα ο κόσμος είναι πιο συνειδητοποιημένοςμ αν και έχουν βοηθήσει πολύ τα τεστ. Μπορείς ακόμα και μόνος σου να ζητήσεις να κάνεις το τεστ, αν έχεις συμπτώματα. Τώρα είμαστε πιο προετοιμασμένοι».
Εν συνεχεία, ο Έλληνας τεχνικός καταθέτει μία διαφορετική προέκταση των συνεπειών του κορωνοϊού στους παθόντες:
«Εκείνο που μου έχει μείνει περισσότερο είναι η μοναξιά και η μοναχικότητα που νιώθει ο ασθενής. Υπό μία έννοια, είναι και ένα είδος ρατσισμού αυτό που βιώνει. Θέλει μια ειδική μεταχείριση, φοβάσαι να τον πλησιάσεις, φοβάται κι ο ίδιος, αλλά δεν μπορείς να του μιλήσεις, όσο κι αν το θες. Φοράμε αυτή την απρόσωπη στολή, είμαστε επιφυλακτικοί και πολλές φορές μας κυριεύει και ο φόβος. Έτσι, βλέπεις μια αβεβαιότητα και μια μελαγχολία στο πρόσωπό του, γιατί δεν γνωρίζει κι εκείνος πως θα εξελιχθεί. Έπειτα πάει στο νοσοκομείο, δεν επιτρέπεται επισκεπτήριο, δεν επιτρέπεται να τον δει κανείς, είναι μόνος του! Αυτό το πράγμα είναι πολύ δύσκολο».
Όπως είναι γνωστό, η δουλειά του διασώστη είναι πολύ πιεστική και ψυχοφθόρα. Ο ίδιος, ωστόσο, φροντίζει έτσι ώστε η πίεση του καθήκοντος να μην μεταφέρεται και στο σπίτι του:
«Παλαιότερα, πριν αποκτήσουμε με την σύζυγό μου τα παιδιά, έλεγα κάποια πακραία περιστατικά, γιατί ήθελα να τα βγάλω από μέσα μου. Κάποιες φορές νιώθεις την ανάγκη να μοιραστείς κάτι που έζησες σε μία δύσκολη βάρδια. Τώρα, όμως, αποφεύγω γιατί δεν θέλω να τα ακούνε και τα παιδιά μου. Γενικά, δεν είναι καλό να μεταφέρεις την πίεση της δουλειάς στο σπίτι».