Το καλοκαίρι του 1944 άρχισε να γίνεται φανερή η τύχη του πολέμου. Η ήττα της Γερμανίας άρχισε να γίνεται ορατή. Στο Ανατολικό Μέτωπο ο Κόκκινος Στρατός συντρίβει τη μια μετά την άλλη τις στρατιές του Χίτλερ. Οι 11 γερμανικές μεραρχίες, που βρίσκονται στην Ελλάδα, απειλούνται να βρεθούν κυκλωμένες από τα τανκς του στρατάρχη Τολμπούχιν.
Οι αγγλοαμερικάνοι προσπαθώντας να προλάβουν να μπουν πριν από τον Κόκκινο Στρατό στην καρδιά της Γερμανίας προελαύνουν σε όλα τα μέτωπα.
Χωρίς καμία ενόχληση από την αγγλική αεροπορία και το στόλο, οι χιτλερικοί αποσύρουν δυνάμεις τους από τα νησιά του Αιγαίου και τα συγκεντρώνουν στην Αττική.
Τον Σεπτέμβρη του 1943, μετά τη Συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι Γερμανοί στην προσπάθειά τους να εξοικονομήσουν στρατιωτικές δυνάμεις, ενισχύουν δραστικά τα, δημιουργημένα τον Ιούλη του 1943, Τάγματα Ασφαλείας στα οποία αναθέτουν, για λογαριασμό τους, τις εσωτερικές υποθέσεις, την αντιμετώπιση των αντιστασιακών οργανώσεων και ιδιαίτερα του ΕΛΑΣ, τη συγκέντρωση, ακόμα και με μπλόκα, εργατών για τα γερμανικά στρατιωτικά εργοστάσια, την αστυνόμευση και την τήρηση της τάξης υπέρ των δυνάμεων κατοχής, σε συνεργασία με την Αστυνομία και την Χωροφυλακή.
Ο δωσίλογος Ιωάννης Ράλλης, δέχτηκε, την άνοιξη του 1943, τον διορισμό του από τις κατοχικές δυνάμεις, ως πρωθυπουργός, με προϋπόθεση τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας για να αντιμετωπιστεί ο «κομμουνιστικός κίνδυνος». Μπροστά στην άνοδο του αντιστασιακής πάλης του λαού μας και την κατακόρυφη αύξηση της πολιτικής επιρροής του ΕΑΜ, οι κατοχικές αρχές και η δωσίλογη κυβέρνηση επιστράτευσαν τη βία και την τρομοκρατία. Μαζί με τις συλλήψεις και τις φυλακίσεις, αυξάνονται δραματικά τα περιοριστικά μέτρα και οι εκτελέσεις. Από το φθινόπωρο του 1943, τα Τάγματα Ασφαλείας εγκαινιάζουν συγκεντρωτικά χτυπήματα, εκτεταμένες και στοχευμένες επιχειρήσεις, τα γνωστά «Μπλόκα».
Το Απόρρητο Δελτίο Πληροφοριών της Διεύθυνσης Ειδικής Ασφάλειας του Κράτους, της 22 Σεπτεμβρίου 1943, ανάμεσα στα άλλα, στην παρ. 8, αφού διαβλέπει την αποχώρηση των Γερμανών, επισημαίνει τον κίνδυνο της κατάληψης της εξουσίας από το ΕΑΜ:
«Κατά πληροφορίας η εντός των Αθηνών κομμουνιστική οργάνωσις του ΕΑΜ διαθέτει 7.000 όπλα προς κατάληψιν της αρχής κατά την τυχόν αποχώρησιν των Γερμανικών Στρατευμάτων τη βοηθεία και των πλησιαζόντων τα Προάστεια Αθηνών κομμουνιστών ανταρτών της υπαίθρου.» (Αρχείον 1941 – 1944 Η.Ν. ΠΕΤΙΜΕΖΑ).
Η κυβέρνηση του Ράλλη, μέσα στον Αύγουστο του 1944, σε συνεργασία με τους γερμανοφασίστες κατακτητές, οργάνωσε τα φοβερά μπλόκα που πλήρωσε με άφθονο αίμα ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά, στην προσπάθειά της να ικανοποιήσει από τη μια μεριά το αίτημα του Χίτλερ για την συγκέντρωση και μεταφορά στα κάτεργα της Γερμανίας 100.000 εργατών, και από την άλλη για να βοηθήσει τους Αγγλους που του συμπαραστέκονταν και τον παρότρυναν, για να βρουν, όταν θα αποβιβάζονταν στην Ελλάδα, την Εθνική Αντίσταση της Αθήνας και του Πειραιά γονατισμένη και να επιβάλουν πιο εύκολα τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια στην Πατρίδα μας.
Από την πρώτη μέρα του Αυγούστου σημειώνονται μάχες και συμπλοκές σε Αθήνα και Πειραιά. Τα Τάγματα Ασφαλείας πληθαίνουν τις επιδρομές τους.
Την 1η Αυγούστου, οχτακόσιοι γερμανοτσολιάδες, μπουραντάδες[1] και παπαγιώργηδες[2] ντυμένοι με γερμανικές στολές των ΕΣ-ΕΣ, και μια διμοιρία Γερμανών στρατιωτών, με επικεφαλής τον Διοικητή του 1ου Συντάγματος Ευζώνων Αθηνών, συνταγματάρχη Ιωάννη Πλυτζανόπουλο και έναν Γερμανό ταγματάρχη.
Ηρθαν με φορτηγά γερμανικά αυτοκίνητα, σταμάτησαν κατά μήκος της λεωφόρου Υμηττού, έστησαν πολυβόλα στις γωνιές των δρόμων κι άρχισαν να προχωρούν προς τις δυο συνοικίες, στον Βύρωνα, ως την πλατεία Σμύρνης και την οδό Βρυούλων, και στην Καισαριανής ως την οδό Σμύρνης, την τέταρτη παράλληλο της λεωφόρου Υμηττού.
Αμέσως κινητοποιήθηκε το ΙΙ τάγμα του ΕΛΑΣ με τον Μπούσια και το ΙΙΙ τάγμα Καισαριανής με τον Πρασσά και ξεκίνησαν μια πεντάωρη μάχη με τους ταγματασφαλίτες.
Οι Γερμανοτσολιάδες δεν κατάφεραν να μπουν στις δυο συνοικίες, αποχώρησαν μετρώντας ισχυρές απώλειες, περίπου 70 νεκρούς. Κατόρθωσαν όμως να βάλουν φωτιά σε 10 παράγκες της Καισαριανής και να οδηγήσουν στο κέντρο της Αθήνας και από κει στο Χαϊδάρι 200 άνδρες.
Δυο μέρες μετά, στις 3 Αυγούστου, ο Πλυτζανόπουλος, μετά την αποτυχία να εισβάλει στο Βύρωνα και τη Καισαριανή, επιλέγει το Νέο Κόσμο, θεωρώντας τη συνοικία αφύλακτη και εύκολο στόχο.
Ξαφνικά 16 φορτηγά ανεβαίνουν τον κεντρικό δρόμο του Νέου Κόσμου γεμάτα γερμανοτσολιάδες, για να πάρουν θέσεις στα ανατολικά και να αποκόψουν τη συνοικία από τις γύρω περιοχές όπου κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Ο λόχος του Νέου Κόσμου – Δουργούτι είναι έτοιμος να αντιδράσει. Μια χειροβομβίδα «Μιλς» σκάει πάνω στο πρώτο φορτηγό και οι ριπές των αυτομάτων ακινητοποιούν το φορτηγό. Τα υπόλοιπα αυτοκίνητα ακινητοποιούνται 100 μέτρα πιο κάτω. Οι γερμανοτσολιάδες αναπτύσσονται και αρχίζει μια μάχη που κρατάει 2 ώρες και τελειώνει με την αποχώρηση των Ταγμάτων Ασφαλείας χωρίς να πραγματοποιήσουν το σκοπό τους.
Το μπλόκο του Βύρωνα
Δευτέρα 7 Αυγούστου 1944, απομεσήμερο. Γερμανικά στρατεύματα με τη συνδρομή των ταγματασφαλιτών έζωσαν τον Βύρωνα απ’ άκρη σ’ άκρη.
Η Μέλπω Αξιώτη διηγείται[3]:
«Εκείνη τη Δευτέρα, 2 απ’ το μεσημέρι, ακούστηκαν στη συνοικία μας ολούθε τα χουνιά: «Προσοχή προσοχή! Φτάνουν οι Γερμανοί απ’ το Παγκράτι! Όλοι οι άντρες κρυφτήτε! Σας φρουρεί ο ΕΛΑΣ!». Ο ΕΛΑΣ μας φρουρούσε με τις 5 αραβίδες του και τα 2 αυτόματα, κ’ έτσι 4 1)2 χιλιάδες Βυρωνιώτες κατάφεραν να διαφύγουνε τριγύρω. Φτάνουν οι Γερμανοί. Τηλεφωνούν για ενίσχυση, καταφθάνει ο λοχαγός Τρ. Γκοτζαμάνης με το λόχο του, χωροφύλακες, παπαγιώργηδες, μπουραντάδες, και πίσω αλαφιασμένοι χίτες με γερμανική στολή ΕΣ-ΕΣ οι περισσότεροι.
Ξεχύνονται στους δρόμους με πυροβολισμούς, σέρνουν τους άντρες απ’ τα μαλλιά απ’ τα σπίτια, χτυπώντας με υποκοπάνους και κλωτσιές. Ένας νέος δεν τους ακολουθεί, τον σκοτώνουν στην πλατεία αγ. Λαζάρου. Μαζεύουν πεντακόσους πούμειναν, τους συγκεντρώνουν σ’ εκατό 5άδες, τους λένε πως θα τους σκοτώσουν γιατί τραυματίστηκε στο χέρι ένας γερμανός. Πετιούνται δυο λεβέντες επονίτες και φωνάζουν: «Είμαστε κομουνιστές κι’ εμείς τον τραυματίσαμε, σκοτώστε εμάς, οι άλλοι είνε αθώοι». Ο γερμανός τους περιφέρει στις 5άδες να υποδείξουν κι’ άλλους μα δεν υπόδειξαν κανέναν και τους σκοτώνει εκεί μπροστά και πολλοί ραντιστήκανε απ’ το αίμα τους. ξεχωρίζει άλλους 10, τους παραδίνει στον Γκοτζαμάνη, αυτός τους στήνει σ’ έναν τοίχο, οδός Σμύρνης αριθ. 10, όπου σήμερα ακόμα φαίνουνται οι τρύπες της εχτέλεσης. Ένας μελλοθάνατος μιας βδομάδος πηδά τη μάντρα να γλυτώσει, ένας τσολιάς τον κυνηγά, τον τραυματίζει, τον αποτελειώνει πληγωμένο επί τόπου, και γελαστός γυρίζει να πάρει θέση στο εχτελεστικό απόσπασμα. Το παράγγελμα δόθηκε απ’ τον Γκοτζαμάνη.
Φύγανε τα σκυλιά παίρνοντας τους 487 ομήρους. Τότε μέσα απ’ τα πτώματα ξετρυπώνει ένα παιδί 15 χρονών κι’ εφώναξε: «Εγώ είμαι ζωντανός, εγώ είμαι ζωντανός!» κι’ έτρεχε με πεταμένα τα μάτια εδώ εκεί, προσπαθώντας να τρυπώσει για να μην τον ξανασκοτώσουν. Είταν αλήθεια ζωντανός, αλλά όμως ετρελάθηκε. Ο πατέρας του ήταν με τους ομήρους. Τώρα νύχτωσε πια και μες στο πηχτό σκότος άκουγες ένα θρήνο, ένα φοβερό μοιρολόι από χιλιάδες στόματα. Γυναίκες πεντακόσιων οικογενειών κλαίγανε τους χαμένους τους.
Πέρα απ’ το Βύρωνα, προς το Παγκράτι, την ίδια ώρα έσβυνε απομακρένοντας το ξένιαστο τραγούδι των τσολιάδων. Είχαν τελειώσει ευσυνείδητα το μεροκάματό τους της 7ης Αυγούστου του 1944.
Έτσι έγινε το «μπλόκο του Βύρωνα», που θα τόχετε ακούσει. Η πένα δεν τα περιγράφει όπως πρέπει, αλλά τα καταλαβαίνουν και κλαίνε όλες οι ανθρώπινες καρδιές του κόσμου».
Ο Ορέστης Μακρής στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας» περιγράφει συγκλονιστικά το Μπλόκο:
«Απ’ τα ξημερώματα δύο γερμανικοί λόχοι πλαισιωμένοι από 800 γερμανοτσολιάδες μπλοκάρουν αιφνιδιαστικά μόνο ένα τμήμα του συνοικισμού Βύρωνα , συγκεντρώνοντας εκεί όλες τους τις δυνάμεις.
Δεν επανέλαβαν το λάθος της διασποράς των δυνάμεών τους της προηγούμενης μάχης.
Ξεκινούν την επίθεση από τη Λ. Υμηττού σε σχήμα λαβίδας. Αυτή τη φορά στην πρώτη γραμμή της επίθεσης βρίσκονται δύο γερμανικοί λόχοι και ακολουθούν οι γερμανοπροδότες.
Οι ελαφρές δυνάμεις του λόχου του Βύρωνα που είχαν επιστρέψει πριν ελάχιστες ώρες από το μπλόκο των ανατολικών συνοικιών, υποχρεώνονται σε υποχώρηση. Μερικές ομάδες εγκλωβίζονται στο μπλόκο .
Ο εχθρός σχηματίζει κλοιό και με τη φοβερή δύναμη πυρός που διαθέτει κρατάει σε απόσταση ασφαλείας τις υπόλοιπες δυνάμεις του λόχου μας. Διαθέτουν πολυβόλα, όλμους, μπαζούκας.
Η διοίκηση του 2ου Συντάγματος κινητοποιεί αμέσως το ΙΙΙ τάγμα Καισαριανής και τις υπόλοιπες δυνάμεις του ΙΙ τάγματος και διατάσσει συγχρονισμένη επίθεση για τη διάσπαση του μπλόκου από δύο σημεία και την απελευθέρωση των πολιτών που έχουν συγκεντρώσει στην πλατεία του Βύρωνα.
Το ΙΙΙ τάγμα της Καισαριανής εξορμάει απ’ το Σκοπευτήριο και τη Ζωοδόχο Πηγή, με κατεύθυνση την πλατεία του Βύρωνα .
Την ίδια ώρα το ΙΙ τάγμα εξαπολύει αντεπίθεση από το Ρέμα της “Γριάς” στα σύνορα Νέας Ελβετίας – Βύρωνα.
Η μάχη ξεσπάει σαν θύελλα. Είναι σκληρή και άνιση. Τώρα αντιμετωπίζουμε Γερμανούς έμπειρους πολεμιστές, οπλισμένους μέχρι τα δόντια.
Οι απώλειες και των δύο πλευρών είναι βαριές. Ο εχθρός έχει αρκετούς τραυματίες και ένα νεκρό Γερμανό αξιωματικό. Αλλά κι εμείς έχουμε 2 νεκρούς και πάρα πολλούς τραυματίες.
Τελικά οι οχυρωμένοι Γερμανοί κατορθώνουν να συγκρατήσουν τις επιθέσεις μας, ξερνώντας φωτιά και σίδερο με τους άφθονους όλμους και τα πολυβόλα τους. Τέσσερις ώρες κρατάει η μάχη ανάμεσα στο σιδερόφραχτο εχθρό και στις αδάμαστες ψυχές των ΕΛΑΣιτών.
Τόσο τους χρειάζονταν για να πραγματοποιήσουν το εγκληματικό τους έργο στην πλατεία.
Στην πλατεία οι μασκοφόροι υπέδειξαν 10 άοπλους ΕΛΑΣίτες και αφού τους βασάνισαν απάνθρωπα τους έστησαν στον τοίχο.
Πλησιάζει ο Γερμανός διοικητής και τους ζητάει να μαρτυρήσουν τους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν μέσα στο πλήθος και ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο του Γερμανού αξιωματικού. Τους υποσχέθηκε σαν αντάλλαγμα να τους χαρίσει τη ζωή. Δεν πήρε καμιά απάντηση! Και τότε πετάγεται από το πλήθος ένας νεολαίος, ο Παναγιώτης Κασιμάτης, η απόλυτη έκφραση της επαναστατικής έξαρσης του γίγαντα λαού μας την εποχή εκείνη. Προχωρεί περήφανα, στέκεται μπροστά στον Γερμανό διοικητή και του λέει: “…Εγώ χτύπησα τον Γερμανό, εμένα να σκοτώσετε. Αυτοί είναι αθώοι. Αφήστε τους”. Ο Γερμανός φρύαξε και έξαλλος δίνει εντολή και εκτελούν αμέσως και τα έντεκα παλικάρια.
Μανώλης Γ. Καπιτσίκης
ετών 18
Γιώργος Ν. Διαμαντόπουλος
ετών 25
Βαγγέλης Ε. Καλαϊτζής
ετών 20
Παναγιώτης Στ. Κασιμάτης
ετών 20
Γιώργος Χρ. Κλειδάς
35 ετών
Ιάκωβος Σπ. Μερκουριάδης
ετών 18
Ιπποκράτης Ν. Χατζηιωάννου
ετών 23
Ιορδάνης Κ. Καϊσέρογλου
ετών 17
Κώστας Ι. Μουρίκης
ετών 19
Γιώργος Μ. Καλαμούτης
ετών 22
Λευτέρης Γ. Μυλωνάς
ετών 22
Ετσι οι Γερμανοί φασίστες, μαζί με τους “Ελληνες” προδότες, αφού ολοκλήρωσαν το βρωμερό τους ομαδικό έγκλημα, ενάντια στο μαρτυρικό συνοικισμό, απαγκιστρώθηκαν και έφυγαν προς το κέντρο κάτω από τις κατάρες των χαροκαμένων μανάδων, παιδιών και αδερφών που ‘χασαν για πάντα τους αγαπημένους τους. Και αυτοί, Γερμανοί και προδότες, βουτηγμένοι στο αίμα τραγουδούσαν το “Ολα-ρία-Ολα-ρα”.
Οι δυνάμεις μας ξαναπήραν τις θέσεις τους στη Φιλολάου – Δαμάρεως και λεωφόρο Υμηττού και οργάνωσαν καλύτερα τα οχυρά τους για να μην μπορέσει να ξαναμπεί ο εχθρός στις ανατολικές μας συνοικίες. Στο τέλος Αυγούστου η λεωφόρος Υμηττού ήταν το σύνορο της ελεύθερης Αθήνας.
Από κει ξεκίνησαν την εξόρμησή τους οι ΕΛΑΣίτες του 2ου συντάγματος την 1 Σεπτέμβρη για την απελευθέρωση του Παγκρατίου από τις ομάδες των Παπαγιώργηδων, που ήταν ντυμένοι με γερμανικές στολές των Ες-Ες, και μετέφεραν αρχές Σεπτέμβρη την “Κόκκινη Γραμμή” σ’ όλο το μήκος της ανατολικής όχθης του Ιλισού, στο Στάδιο.
Ο συνοικισμός του Βύρωνα θυσίασε στον αγώνα ενάντια στο φασισμό τους πιο διαλεχτούς λεβέντες του. Η προσφορά του σε αίμα συναγωνίζεται την αντάρτισσα Καισαριανή. Γι’ αυτό και ο λαός μας χάρισε σ’ αυτές τις συνοικίες επίθετα – τίτλους τιμής. Η Καισαριανή πήρε τον τίτλο “Το Στάλινγκραντ της Αθήνας”. Ο Βύρωνας τον τίτλο: “Ο ατρόμητος Βύρωνας “.
Από αυτές τις δυο συνοικίες 30 διαλεχτοί λεβέντες στις 23 Σεπτέμβρη 1944, προωθήθηκαν ως το Ζάππειο και κάλυψαν τη διαφυγή από τους ραδιοθαλάμους του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Αθήνας, χτυπώντας με επιτυχία και καθηλώνοντας τους Γερμανούς που βγήκαν από τα υπόγεια του μεγάρου για να κυνηγήσουν τον εκφωνητή του Σταθμού Ντίνο Τσαλόγλου, που διακόπτοντας την κανονική εκπομπή του ξαφνικά άρχισε να εκπέμπει το σύνθημα:
«Προσοχή – προσοχή! Σας μιλάει το ΕΑΜ! Ελληνες! Ολοι επί ποδός πολέμου!»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Μπουραντάδες ονόμαζε ο λαός μας το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων που κατά τη διάρκεια της Κατοχής και την περίοδο των Δεκεμβριανών, με Διοικητή τον Νίκο Μπουραντά, ανέπτυξε έντονη αντιλαϊκή και αντικομμουνιστική δράση σε συνεργασία με τις αρχές κατοχής και εθνικιστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις.
[2] Οι Παπαγιώργηδες ήταν μια ισχυρή ένοπλη ομάδα «Χ» με έδρα το Παγκράτι. Οι Παπαγεωργίου ήταν οικογένεια στρατιωτικών, με 4 αδερφούς και 2 αδερφές και αποτέλεσε τον πυρήνα γύρω από τον οποίο σχηματίστηκε μια συμμορία που τρομοκρατούσε τις ανατολικές συνοικίες. Αριθμώντας 20-30 μέλη και με άρτιο εξοπλισμό, πραγματοποιούν μικρά μπλόκα, περιπόλους, ελέγχους ταυτοτήτων ενώ συμμετέχουν και στις επιθέσεις των Ταγμάτων Ασφαλείας στις ανατολικές συνοικίες.
[3] «ΕΑΜ – Ανατολικές συνοικίες της Αθήνας 1941-1945», σελ. 10, έκδοση του 6ου τομέα του ΕΑΜ Αθήνας, 1945.
ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- «Η Εθνική Αντίσταση στην Αδούλωτη Αθήνα», Βασίλη Μπαρτζιώτα – Σύγχρονη Εποχή
- «Ο ΕΛΑΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ», Ορέστη Μακρή – Σύγχρονη Εποχή
- «Το τιμωρό χέρι του λαού», Ιάσονα Χανδρινού, εκδόσεις Θεμέλιο
- «ΕΑΜ – Ανατολικές συνοικίες της Αθήνας 1941-1945», έκδοση του 6ου τομέα του ΕΑΜ Αθήνας, 1945.
*Το χαρακτικό που συνοδεύει το θέμα είναι του Αντώνη Πολυκανδριώτη «Ο Προδότης»
Πρώτη δημοσίευση Ημεροδρόμος 7 Αυγούστου 2017