Μέχρι και την 16/4/1924, όταν δηλ. είχε ήδη ολοκληρωθεί το χτίσιμο και η παράδοση όλων των κατοικιών του λεγόμενου χωνιού και δόθηκε την ημέρα εκείνη η ονομασία «Συνοικισμός Βύρωνος», δεν είχε υπάρξει ακόμη καμία πρόβλεψη για την ανέγερση ιερού ναού. Και σε 11 μέρες ακριβώς οι πρόσφυγες έπρεπε να γιορτάσουν το Πάσχα. Και επειδή ο Βύρωνας ήταν ο πρώτος προσφυγικός συνοικισμός που χτίστηκε σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, το Πάσχα αυτό θα ήταν το πρώτο που θα έκαναν κάποιοι πρόσφυγες σε δικά τους σπίτια στη νέα Πατρίδα.
Έτσι ο παριστάμενος και στα γεννητούρια και στα βαφτίσια του Βύρωνα Αρχιεπίσκοπος Χρυσ. Παπαδόπουλος κλήθηκε να λύσει το πρόβλημα του εκκλησιασμού των προσφύγων για τη Μεγ. Εβδομάδα. Δεν υπήρχε βέβαια άλλη λύση εκτός από το ξωκκλήσι του Αγίου Λαζάρου. Αλλά οι διαχειριστές του ναΐσκου υποπτεύτηκαν ότι κινδυνεύουν να χάσουν το ξωκκλήσι και μετά τη λειτουργία το Σάββατο του Λαζάρου το κλείδωσαν και δεν επέτρεψαν να χρησιμοποιηθεί τη Μ. Δευτέρα.
Έτσι, την επομένη 22/4/24, Μ. Τρίτη, με την υπ’ αριθμ. 1451 πράξη του ο Αρχιεπίσκοπος όρισε ως χώρο εκκλησιασμού των προσφύγων το ξωκκλήσι του Αγίου Λαζάρου, κατάργησε τους μέχρι τότε διαχειριστές και διόρισε ταυτόχρονα νέα επιτροπή διαχείρισης με πρόεδρο τον Πρωτοσύγγελο Κύριλλο Ψύλλα και μέλος τον Στίλπωνα Πιττακή και όχι Στυλιανό Πιττάκη, όπως εσφαλμένα γράφει σχετική έκδοση της Ι.Μ. Βύρωνος – Καισαριανής – Υμηττού. Αμέσως η επιτροπή αυτή ζήτησε από τους μέχρι τότε διαχειριστές του Αγίου Λαζάρου την παράδοση της διαχείρισης του χώρου με τα λατρευτικά του σύμβολα (Επιτάφιο και σύνεργα της Ανάστασης). Αυτοί αρνήθηκαν και έτσι η επιτροπή κάλεσε τον τοπικό σταθμάρχη της χωροφυλακής να παρέμβει. Αλλά και η επέμβαση της χωροφυλακής δεν απέδωσε. Κατέφθασαν από την Αθήνα προς ενίσχυση της επιτροπής ο φρούραρχος και η κουστωδία του. Και πάλι δεν υπήρξε αποτέλεσμα.
Στη συνέχεια τη μεθεπομένη, 24/4/24 Μ. Πέμπτη, η επιτροπή συνήλθε στην πρώτη της συνεδρίαση και αποφάσισε να καταλάβει το ξωκκλήσι δυναμικά. Αυτό και έγινε με τη βοήθεια της Αστυνομίας. Όμως δεν βρήκαν μέσα ούτε τον Επιτάφιο, ούτε τα σύνεργα της Ανάστασης, ούτε και το ταμείο του ναΐσκου. Ξαναζήτησαν τη βοήθεια της Αστυνομίας, η οποία κάλεσε τους προηγούμενους διαχειριστές μέσα στο ξωκκλήσι για να βρεθεί ένας συμβιβασμός. Αυτοί, όμως, προφανώς εμπαίζοντας πλέον την επιτροπή, πρότειναν η συνάντηση να γίνει στο «Ζυθεστιατόριον ο Βύρων» τη Μ. Παρασκευή το μεσημέρι, μέσα στη Δημοτική Αγορά (είναι η μετέπειτα ταβέρνα Καρακούλια). Αυτό η επιτροπή, που συνήλθε αμέσως, το θεώρησε μεγάλη απρέπεια και ασέβεια. Όμως επειδή πιεζόταν ασφυκτικά για το Πάσχα, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και έστειλε στη συνάντηση της μπυραρίας δύο μέλη της. Εκεί παρουσία και πλήθους άλλων προσφύγων, που περίμεναν με αγωνία, οι παλιοί διαχειριστές δήλωσαν ορθά κοφτά ότι τίποτε άλλο δεν είχαν να παραδώσουν, παρά μόνο 138 δραχμές και 70 λεπτά. Ο εξευτελισμός ήταν πλήρης. Εξουθενωμένη πια η επιτροπή ζήτησε αμέσως την παρέμβαση δύο πολιτών με ιδιαίτερο, όπως φαίνεται, κύρος, των Σπ. Μαυρουδή και Γ. Κοζαδίνου για να παραλάβουν τουλάχιστον τον Επιτάφιο και τα λοιπά αναγκαία για την Ανάσταση. Αλλά και αυτοί απέτυχαν. Έτσι η επιτροπή με εντελώς πρόχειρα και αυτοσχέδια μέσα προχώρησε στην κατασκευή Επιταφίου και των άλλων αναγκαίων σκευών για την Ανάσταση. Όλα τα σχετικά με την περιπέτεια αυτή αναφέρονται στα πρακτικά των δύο πρώτων συνεδριάσεων της νεοδιορισμένης εκκλησιαστικής επιτροπής του Αγίου Λαζάρου της 24 και 25/4/1924.
Αυτό το επεισοδιακό Πάσχα στο Βύρωνα ήταν και το πρώτο των στεγασμένων προσφύγων σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.
Πηγή: «90 ΧΡΟΝΙΑ ΒΥΡΩΝΑΣ – Στους πρόποδες του Υμηττού» του Απόστολου Κοκόλια
Αναδημοσίευση από Πάλαι ποτέ στο Βύρωνα