Παράλληλα με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και τα αντίποινα των Γερμανών σε όλη την Ελλάδα αναπτυσσόταν η τρομοκρατία στις πόλεις. Tα λεγόμενα μπλόκα γίνονταν κυρίως σε συνοικίες-προπύργια της ΕΑΜικής αντίστασης με βαθιές ιδεολογικές ρίζες που αποτελούσαν τους βασικούς στόχους των αντιΕΑΜικών δυνάμεων.
Στόχος ήταν η εξόντωση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και η σύλληψη ομήρων για τα γερμανικά στρατόπεδα εργασίας. Ο ρόλος του «κουκουλοφόρου» στα μπλόκα ή του ένοπλου τμήματος δεν εξαντλούνταν μόνο στην κατάδοση αλλά ήταν και επιχειρησιακός. Σ’ αυτή την περίπτωση οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις μπορούσαν να στηρίζονται σε προηγούμενες πληροφορίες, προσωπικές διαφορές, συμφέροντα ακόμα και σε τυχαία γεγονότα.
Μόνιμος συναγερμός
Τον εφιαλτικό Αύγουστο του 1944 η τακτική των μπλόκων συνεχίστηκε με ακόμα μεγαλύτερη σκληρότητα με την εμπλοκή ισχυρότερων δυνάμεων απ” την πλευρά των Γερμανών. Μονάδες της Βέρμαχτ και τμήματα των Waffen SS ή της Αστυνομίας πρωταγωνιστούσαν σε μπλόκα και μάχες στις συνοικίες της Αθήνας. Πληροφορίες για τα μπλόκα που ετοίμαζαν οι Γερμανοί και οι Ελληνες συνεργάτες τους (ταγματασφαλίτες, Μπουραντάδες, Παπαγιώργηδες) έφταναν από ανθρώπους του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν σε θέσεις-κλειδιά (ακόμα και σε αστυνομικά τμήματα).
Οι ΕΛΑΣίτες των Ανατολικών Συνοικιών βρίσκονταν σε μόνιμο συναγερμό, συνήθως στα νταμάρια του Κοπανά, του Καρέα, σε γκρεμισμένα σπίτια ακόμα και σε χαντάκια αγκαλιά με τα αυτόματα και τις χειροβομβίδες, αιφνιδιάζοντας τους Γερμανούς και τους Ελληνες συνεργάτες τους. Κάτι τέτοιο έγινε και το μεσημέρι της 7ης Αυγούστου 1944. Το τμήμα Ασφαλείας Μακρυγιάννη είχε ζητήσει τη γερμανική συνδρομή προκειμένου να εγκατασταθούν δυνάμεις του στην περιοχή του Βύρωνα.
Ετσι οι Γερμανοί, πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν τους πιστούς τους συνεργάτες, ξεκίνησαν με προορισμό την περιοχή. Την ίδια στιγμή το Φρουραρχείο του Βύρωνα έχοντας επικεφαλής τον λοχαγό και πρώην μέλος της ΟΠΛΑ Μανόλη Τζουλιαδάκη είχε εμπλακεί σε μια συνηθισμένη αψιμαχία με Γερμανούς και ταγματασφαλίτες στον κεντρικό δρόμο που ένωνε τον Βύρωνα με το Παγκράτι.
Λίγο πιο κάτω προς το αλσύλλιο της Αγίας Τριάδας βρίσκονταν δύο άλλα μέλη του Φρουραρχείου, ο Αριστοτέλης Τσιφλάκος ή Βάγγος Καμπούρης μαζί με τον Κ.Γ., που είχαν φτάσει μέχρι την αγορά του Βύρωνα, βγήκαν πίσω απ” το εκκλησάκι της πλατείας του Αγίου Λαζάρου και έφτασαν στο αλσύλλιο της Αγίας Τριάδας. Από εκεί είδαν το ένα γερμανικό τζιπ που τους κατεδίωκε.
Τότε ο Βάγγος έριξε και ο Γερμανός αξιωματικός έπεσε νεκρός. Ακολούθησε συμπλοκή ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και τις ενισχυμένες με άνδρες των Σωμάτων Ασφαλείας γερμανικές δυνάμεις. Μετά τη λήξη της συμπλοκής απ” το μπαλκόνι του αστυνομικού τμήματος εμφανίστηκε ο Βυρωνιώτης ταγματασφαλίτης Τριαντάφυλλος Κοτζαμάνης και ουρλιάζοντας απ” τον τηλεβόα καλούσε τον κόσμο να παραδώσει ΕΑΜίτες και κομμουνιστές, διαφορετικά θα προέβαινε σε άκριτες εκτελέσεις. Κανείς δεν ανταποκρίθηκε.
Ετσι Γερμανοί και ταγματασφαλίτες μιλώντας για έλεγχο ταυτοτήτων ξεχώρισαν κάποιους και τους χώρισαν σε εξάδες με το μέτωπο προς τη γέφυρα του Βύρωνα. Τότε ο Γερμανός αξιωματικός που επόπτευε την «επιχείρηση» επέλεξε κάποιους νέους μέσα απ” τις εξάδες και τους έστησε στον μαντρότοιχο του παιδικού σταθμού του «Μοργκεντάου» στη Χρ. Σμύρνης. Ζήτησε τότε να παραδοθεί ο δολοφόνος του Γερμανού για να τους αφήσει ελεύθερους.
Χαρακτηριστική όλων αυτών είναι η αναφορά του ΙΘ” Αστυνομικού Τμήματος Βύρωνα: «Την 7/8/1944 και ώραν 17.40 γερμανικά αυτοκίνητα (2) πλήρη στρατιωτών διερχόμενα εκ της αγοράς Βύρωνος εδέχθησαν ριπή πολυβόλου παρ” Εαμίτου και ετραυματίσθησαν εις Γερμανός αξιωματικός και εις στρατιώτης, μετ΄ολίγον κατέφθασε ισχυρά γερμανική δύναμις ήτις διέταξε τη συγκέντρωση απάντων των ανδρών του συνοικισμού εις την πλατείαν Σμύρνης όπου συνεκεντρώθησαν 1.000 άνδρες. Παρέλαβε 10 αδιακρίτως εκ των συγκεντρωθέντων και τους εξετέλεσαν επιτόπου, άλλους δε 600 άνδρας τους μετέφερον εις Χαϊδάρι και εκείθεν τους μετέφερον εις Γερμανίαν».
Η αναφορά της αστυνομίας όμως δεν περιλαμβάνει τον 11ο ήρωα εκείνης της μέρας. Ηταν ο 20χρονος ΕΠΟΝίτης, φοιτητής του Πολυτεχνείου και γραμματέας της ΕΠΟΝ Ζωγράφου, Παναγιώτης Κασσιμάτης, που ενώ βρέθηκε τυχαία στο σημείο του μπλόκου, βλέποντας αποφασισμένο τον Γερμανό αξιωματικό να εκτελέσει τα 10 παλικάρια μπήκε μπροστά και πήρε εκείνος την ευθύνη επάνω του προκειμένου να γλιτώσει τους άλλους 10. «Σταματήστε, φονιάδες. Εγώ σκότωσα τον αξιωματικό σας. Εμένα να σκοτώσετε». Ο Γερμανός αξιωματικός, που είχε δώσει και τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής πως αν παρουσιαστεί ο ένοχος θα άφηνε τους μελλοθάνατους ελεύθερους, τον εκτέλεσε απλά πρώτο. Στη συνέχεια ζήτησε απ” τον Ιάκωβο Μερκουριάδη να μιλήσει γιατί θα είχε την τύχη του Κασσιμάτη. Εκείνος απάντησε: «Αφού αυτός δεν φοβήθηκε το πιστόλι γιατί να φοβηθώ εγώ;». Λίγο αργότερα τα 11 παλικάρια ήταν νεκρά.
Μια μαρμάρινη στήλη στο σημείο θυμίζει σε όσους το έζησαν και γνωρίζει σε όσους δεν τους το “μαθε ποτέ κανείς ότι στο σημείο εκείνο στις 7 Αυγούστου του 1944 εκτελέστηκαν οι:
1 Μυλωνάς Λευτέρης – ετών 22, 2 Kαλαμούτης Γιώργος – ετών 22, 3 Μουρίκης Κώστας – ετών 19, 4 Καϊσέρογλου Ιορδάνης – ετών 17, 5 Χατζηιωάνου Ιπποκράτης – ετών 23, 6 Μερκουριάδης Ιάκωβος – ετών 18, 7 Κλειδάς Γιώργος – ετών 35, 8 Κασιμάτης Παναγιώτης – ετών 20, 9 Καλαϊτζής Βαγγέλης – ετών 25, 10 Διαμαντόπουλος Γιώργος – ετών 25, 11 Καπίτσικας Μανώλης – ετών 18.
Την ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά, όλοι άκουγαν τη μάχη που έδινε η ομάδα του Κολλημένου στη Νεράιδα, στο τέρμα της Α. Κοραή που αρχίζει απ” του Μοργκεντάου. Οι ριπές από τα αυτόματα και τις χειροβομβίδες έπεφταν για να σπάσει ο κλοιός των ταγματασφαλιτών και να διαφύγουν. Ομως δεν τα κατάφεραν τελικά γιατί οι γερμανοτσολιάδες ήταν περισσότεροι και είχαν βαρύτερο οπλισμό. Οι 600 συλληφθέντες του μπλόκου κατέληξαν στο Χαϊδάρι κι από κει οι περισσότεροι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας.
Διαφυγή στα βουνά
Σε όλες τις περιπτώσεις των μπλόκων, όσοι προλάβαιναν να διαφύγουν το έκαναν. Τακτική πάντως των ΕΑΜικών οργανώσεων ήταν όταν υπήρχε πληροφορία για επικείμενο μπλόκο να απομακρύνονται οι κάτοικοι. Το ίδιο έγινε και στον Βύρωνα όπου ο ΕΠΟΝίτης Θόδωρος Κυριακίδης καλούσε τους κατοίκους να μην υποκύψουν στις απειλές των Γερμανών αλλά να φύγουν προς τα βουνά. Πράγματι στο μπλόκο του Βύρωνα οι χαράδρες και οι σπηλιές του Υμηττού είχαν γεμίσει κόσμο. Ο Βύρωνας άδειασε και από στελέχη, αφού περίπου 70 μαχητές από το ΙΙ/2 Τάγμα του ΕΛΑΣ και ομάδες της Πολιτοφυλακής κατέφυγαν προσωρινά στο Κατσιπόδι και το Δουργούτι.
Κάποιοι ελάχιστοι έμειναν για να μην αφήσουν τον Βύρωνα στο έλεος των εχθρών. Το επόμενο πρωί τρεις ΟΠΛΑτζήδες των Ανατολικών Συνοικιών, οι Σουλιτζιδάκης, Σωτηράκος και Μπαλμπακάκης, θα παρατηρούσαν τις ύποπτες κινήσεις ενός με πολιτικά. Λίγο αργότερα αυτός θα έπεφτε νεκρός, για να αποκαλυφθεί ότι ήταν άνθρωπος της Ειδικής Ασφάλειας. Ηταν η αρχή που θα οδηγούσε λίγες ώρες αργότερα το ποτάμι του αίματος στο Δουργούτι…
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ