Την Πέμπτη στο Δίκτυο Αλληλεγγύης, που είχαμε βάρδια με Αντωνία Μίτρου, έσκασε μύτη ένας 60άρης.
Ένας τύπος, που τη λεβεντιά της κορμοστασιάς του και την ευγένεια των ματιών του δεν κατάφεραν να τη ρημάξουν ούτε τα χρόνια ούτε τα ζόρια. Κοίταγε απ’ την πόρτα δειλά το χώρο, τον ρωτήσαμε τι θέλει, αλλά αυτό ήταν λόγος σε πρώτη φάση να εξαφανιστεί.
Μετά από κανά δεκάλεπτο ξαναεμφανίστηκε, αποφασισμένος αυτή τη φορά να μπει μέσα. Πράγμα που έκανε. Μόνο που κράταγε διαβατήρια και ταυτότητες στα χέρια με τέτοια αγωνία να μας τα δείξει, λες και διαφορετικά επρόκειτο να τον συλλάβουμε. Τον ξαναρωτήσαμε τι ψάχνει. Είπε ότι του είπαν για κάτι τρόφιμα.
Ότι χρειαζόταν κι αυτός, αλλά δεν είχε να δηλώσει ούτε διεύθυνση κατοικίας.
-Γιατί, πού μένετε;
-Φιλοξενούμαι.
-Πόσο καιρό;
-6 μήνες. Από φίλο σε φίλο. Όσο αντέχουν κι αυτοί…
……………………………………………………………………
Μαραγκός 40 και βάλε χρόνια. Τελευταίο μεροκάματο προ διετίας. Μέχρι πριν 6 μήνες μπορούσε να πληρώνει νοίκι και να ζει τουλάχιστον στο χώρο του με ότι χρηματική καβάντζα τού είχε απομείνει.
Τώρα πάνε κι οι καβάντζες. 60 χρόνων άνθρωπος γυρίζει γύρω γύρω τα σπίτια των φίλων και των γνωστών για να βγάλει τη νύχτα.
Αυτόν τον καιρό φιλοξενείται από έναν φίλο του που επίσης φιλοξενείται.
-Τι εννοείτε; Πόσοι φιλοξενούμενοι μένετε στο σπίτι;
-Ευτυχώς οι δυο μας. Ήταν ενός παππού που πέθανε και ο γιος του, επειδή ήξερε την κατάσταση, το παραχώρησε προσωρινά στο συγκάτοικό μου κι αυτός μου είπε να πάω κι εγώ.
-Με τα καθημερινά; Κάτι τσιγάρα, κάτι καφέδες πώς τα φέρνετε βόλτα;
-Πουλάω κάνα φιτιλάκι στους περαστικούς στα κοιμητήρια
………………………………………………………………………………….
Του είπαμε για τη συλλογική κουζίνα της Λαμπηδόνας κάθε Σάββατο. Να περνάει. Ωραία φάση, καλό φαί, κανείς μόνος του.
Σήμερα, που είχαμε το χαριστικό παζάρι ρούχων ως Δίκτυο, έσκασαν μύτη και οι δυο τους -Φιλοξενούμενος 1 και Φιλοξενούμενος 2.
Θενκς του Yia Fra και όλων όσων μαγειρεύουν εκεί από το Κοινωνικό-Πολιτιστικό Κέντρο Βύρωνα βρέθηκαν -παρά τον πάρα πολύ κόσμο- δυο γενναία πιάτα φακόρυζο και δυο ποτήρια κόκκινο κρασί.
Τα γερόντια έλαμπαν από χαρά. Όχι μόνο για το φαγητό, αλλά για την όλη κατάσταση, την παρέα, όλους αυτούς τους ανάκατους κοινωνικά και ηλικιακά ανθρώπους που ήταν γύρω τους, που τρώγανε, πίνανε, φωνασκούσαν και πέρναγαν καλά.
Έλαμπαν τόσο πολύ καθώς τους κοίταγα από μακριά που ήθελα να τους βγάλω μια φωτογραφία.
Να την κοιτάω κάθε φορά που χαονώμαστε στις συνελεύσεις.
Να την κοιτάω κάθε φορά που νιώθω νάνος μπροστά στα γιγαντιαία προβλήματα της πραγματικότητας και μπουκώνω ματαιότητα.
Να την κοιτάω κάθε φορά που αμφιβάλλω για το αν πρέπει και αν μπορούμε. Να την κοιτάω κάθε φορά που πάω να ξεχάσω σε ποιο σημείο μας έχουν φέρει.
Να την κοιτάω και κάθε φορά που ακούω σου μου για την αλληλεγγύη να μην μπερδεύομαι.
Αλλά και για να σας τη δείξω.
Γιατί δεν έχω άλλη απόδειξη για τη λάμψη των ανθρώπων αυτών παρά την ίδια τους τη λάμψη.
Θα ήταν μια φωτογραφία που θα συμβόλιζε με μοναδικά τρόπο τι σημαίνει Χριστούγεννα στο Βύρωνα το 2012, στο Βύρωνα της φτώχειας μα ταυτόχρονα και της αλληλεγγύης. Και φυσικά δεν την έβγαλα για ευνόητους λόγους.
Πηγή εικόνας: Sofi Sak